Ilse Kleyn, Γιώργος Σεφέρης «Ελένη»
Το ποίημα Ελένη που ακολουθεί ανήκει στη συλλογή «Κύπρον, ου μ’
εθέσπισεν...» (1955), γράφτηκε όμως, κατά δήλωση του ποιητή, το 1953,
όταν ο Σεφέρης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ξαναπήγε το 1954 και
το 1955. Το 1955 θ’ αρχίσει ο Κυπριακός αγώνας κατά της αγγλικής
κατοχής. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα
παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος.
Για να κατανοήσουμε το ποίημα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα πρώτα δύο αρχαίους μύθους, που αποτελούν τον πυρήνα του:
α) Ο μύθος του Τεύκρου: Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας
Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, όπου
διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του δεν
τον δέχτηκε, γιατί έκρινε ότι δε συμπαραστάθηκε αρκετά στον αδελφό του
Αίαντα, που αυτοκτόνησε, επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σ’ αυτόν ως
αριστείο τα όπλα του Αχιλλέα. Ο Τεύκρος τότε, υπακούοντας σε χρησμό του
Απόλλωνα, έφυγε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε πόλη και της έδωσε το όνομα
Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο) ως ανάμνηση της πατρίδας του.
β) Ο μύθος της Ελένης: Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτού του μύθου η Αφροδίτη
δεν έδωσε στον Πάρη την πραγματική Ελένη, αλλά ένα ομοίωμά της. Την
Ελένη τη μετέφερε ο Ερμής, με εντολή της Ήρας, στην Αίγυπτο, στο παλάτι
του βασιλιά Πρωτέα, όπου τη συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την
Τροία. Την εκδοχή αυτή του μύθου διαπραγματεύεται ο Ευριπίδης στην
τραγωδία του Ελένη. Στην τραγωδία συναντάει την Ελένη στην Αίγυπτο και ο
Τεύκρος, που περνάει από κει ταξιδεύοντας για την Κύπρο.
Ο Σεφέρης προτάσσει ως μότο στο ποίημά του τρία αποσπάσματα της τραγωδίας του Ευριπίδη, που συνοψίζουν τους δύο μύθους:
ΤΕΥΚΡΟΣ: ...στη θαλασσινή Κύπρο, όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ,
δίνοντάς της το νησιώτικο όνομα Σαλαμίνα ως ανάμνηση εκείνης της
πατρίδος μου (στ. 148-150).
ΕΛΕΝΗ: Εγώ δεν πήγα στην Τρωάδα, ένα είδωλό μου ήταν (στ. 582).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Τι λες; Ώστε για μια νεφέλη τραβήξαμε του κάκου τόσα βάσανα; (στ. 706).
Επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Σεφέρης δεν παραμένει στους
αρχαίους μύθους, αλλά τους μεταφέρει στην εποχή μας, δηλαδή τους κάνει
να εκφράζουν σύγχρονες εμπειρίες. Και εδώ ας σκεφτούμε ότι ο ποιητής
έζησε τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τη μικρασιατική καταστροφή, που
τον έπληξε ιδιαίτερα, αφού του στέρησε την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη
Σμύρνη, όπου γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Στο ποίημα μιλάει ο Τεύκρος. Πίσω όμως από τα λόγια του συχνά θ’ ακούμε τη φωνή του ποιητή.
Πλάτρες: χωριό της Κύπρου στις πλαγιές του όρους Τρόοδος, κοσμικό θέρετρο στα χρόνια της αγγλοκρατίας.
γυριογιάλι: ακτή
Τοξότης, Σορπιός: αστερισμοί
ξαστοχώ: αστοχώ
στ. 14-15: το στερνό σπαθί: το σπαθί με το οποίο αυτοκτόνησε ο
Αίας, γεγονός που στάθηκε αιτία να εξοριστεί ο Τεύκρος και να
εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα της Κύπρου (μιαν άλλη Σαλαμίνα).
στ. 17: σαν Αφροδίτη: όπως η Αναδυόμενη Αφροδίτη, που κατά την παράδοση αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας στην Πάφο της Κύπρου (Κύπρις, Παφία).
Πρωτέας: (Πρωτεύς) θαλασσινός δαίμονας, που άλλαζε συνεχώς μορφή και κατά τον Ευριπίδη βασιλιάς της Αιγύπτου.
χείλια: (της ερήμου)∙ εδώ η άκρη (της ερήμου).
στ. 23: ποιητάρη: ο χαρακτηρισμός αυτός του αηδονιού, καθώς και
δακρυσμένο πουλί πιο κάτω (στ. 54) ανήκει στον Ευριπίδη. Στην Κύπρο
ποιητάρης λέγεται σήμερα ο λαϊκός ποιητής. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί εδώ
μια λέξη τοπική.
στ. 25: σκλάβες Σπαρτιάτισσες: πρόκειται για τις Σπαρτιάτισσες γυναίκες στην Αίγυπτο, που αποτελούν το χορό της τραγωδίας του Ευριπίδη.
Δέλτα: το Δέλτα του Νείλου.
ατόφιος: γνήσιος.
αδερφός: ο Αίας ο Τελαμώνιος.
στ. 52: τι ‘ναι θεός κτλ.: πρόκειται για μετάφραση του στίχου του
Ευριπίδη (Ελένη, 1137): «ὅ,τι θεός ἤ μή θεός ἤ τό μέσον, τίς φησ’
ἐρευνήσας βροτῶν» δηλ. ποιος άνθρωπος μπορεί να βρει και να πει τι είναι
θεός κτλ.
τάζω: υπόσχομαι (αναφέρεται στη φράση του Ευριπίδη «όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ».
Ανάλυση ποιήματος
Στο ποίημα αυτό αξιοποιείται από τον Σεφέρη η μυθική μέθοδος,
δημιουργώντας μια συστοιχία ανάμεσα στα συναισθήματα και τις περιστάσεις
που βιώνει ο Τεύκρος με τη συναισθηματική κατάσταση και τις σκέψεις του
ίδιου του ποιητή.
Ο Τεύκρος, διωγμένος από την πατρίδα του, φτάνει στην Κύπρο, έχοντας
ακόμη νωπές τις πικρές εμπειρίες του Τρωικού Πολέμου. Η συνάντησή του
εκεί με την Ελένη, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο με τη τραγική διαπίστωση
πως ο δεκαετής πόλεμος με τους χιλιάδες νεκρούς έγινε για ένα είδωλο,
για ένα σύννεφο, αφού η πραγματική Ελένη δεν έφτασε ποτέ στην Τροία.
Ο Γιώργος Σεφέρης φτάνει στην Κύπρο το 1953, έχοντας βιώσει τις τραγικές για την Ελλάδα συνέπειες του 2ου
Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά του Εμφυλίου. Οι Έλληνες, που πλήρωσαν
για τους πολέμους αυτούς υψηλό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, βρέθηκαν σε
στενή συσχέτιση με την Αγγλία, έχοντας αρχικά ως κοινό εχθρό τους
Γερμανούς κι αμέσως μετά με την αποφασιστική επέμβαση των αγγλικών (και
αμερικανικών) δυνάμεων προκειμένου ο εμφύλιος πόλεμος να μη γείρει προς
την πλευρά των κομμουνιστών και κατ’ επέκταση της Ρωσίας.
Η εμπλοκή όμως της Αγγλίας με την πορεία του ελληνικού λαού δεν
τερματίζεται εκεί εφόσον ήδη από το 1878 κατέχουν την Κύπρο, χωρίς να
δείχνουν καμία διάθεση να την εγκαταλείψουν.
Το 1953, λοιπόν, είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για την Κύπρο, καθώς ο
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έχει ξεκινήσει με ένταση τις προσπάθειές του να
τερματίσει την Αγγλική κυριαρχία και να κερδίσει για το λαό του το
δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η ένοπλη σύγκρουση με τις αγγλικές δυνάμεις
θα ξεκινήσει δύο χρόνια μετά, ο ποιητής όμως αντιλαμβάνεται ήδη τα
προμηνύματα ενός νέου πολέμου.
Η αντιπολεμική διάθεση της ποιητικής σύνθεσης του Σεφέρη, δεν αποτελεί
φυσικά σχόλιο για την επιθυμία του κυπριακού λαού να διεκδικήσει την
ελευθερία του, εκφράζει όμως τη γενικότερη σκέψη του ποιητή πως κάποτε
θα πρέπει να τεθεί ένα τέρμα στους συνεχείς πολέμους και τις απώλειες
χιλιάδων ανθρώπων.
Στα πλαίσια του ποιήματος η φωνή του ποιητή διαπλέκεται με τη φωνή του
Τεύκρου, καθώς οι σκέψεις και οι εμπειρίες των δύο ανδρών βρίσκονται σε
μια διαρκή συσχέτιση.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Ο αρχικός στίχος του ποιήματος, παρ’ όλο που τίθεται σε εισαγωγικά δεν αποτελεί δάνειο από κάποιο άλλο κείμενο.
Μια απλή διαπίστωση για το κελάηδημα των αηδονιών θα λειτουργήσει ως το
σημείο ένωσης των δυο εποχών και συνάμα ως το μοτίβο που με την
επανάληψή του θα συνέχει δομικά το ποίημα. Οι τρεις επαναλήψεις του
στίχου αυτού, χωρίζουν το ποίημα σε αντίστοιχες ενότητες, όπου κάθε φορά
υπερισχύει είτε η φωνή του Σεφέρη είτε του Τεύκρου.
Το γλυκό κελάηδημα των αηδονιών που ακούει ο ποιητής, ενώ εκφράζει μια
γαλήνια ατμόσφαιρα και φέρνει εικόνες ομορφιάς στο νου του αναγνώστη,
βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα συναισθήματα των βασικών προσώπων του
ποιήματος.
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
Ο ποιητής, μη μπορώντας να κοιμηθεί, στρέφει την προσοχή του στο αηδόνι
που με το τραγούδι του κυριαρχεί σε όλο το τοπίο και το δίχως άλλο έχει
κρατήσει ξύπνιους κι άλλους ανθρώπους σε προγενέστερες εποχές.
Απευθύνει, λοιπόν, το λόγο σ’ αυτό το ντροπαλό πουλί που κρύβεται μέσα
στα φύλλα των δέντρων και με το τραγούδι του διατρέχει χωρικά και
χρονικά τον κυπριακό τόπο. Το εύθυμο τραγούδι του είναι αυτό που δίνει
μια μουσική δροσιά, μια αίσθηση ευδαιμονίας στο δάσος, αλλά είναι κι
αυτό που συντροφεύει τη δύσκολη πορεία των ψυχών των ανθρώπων που έχουν
πεθάνει και γνωρίζουν πως πια δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω.
Κρυμμένο στα φύλλα (τυφλή φωνή) το αηδόνι, συνοδεύει με το τραγούδι του,
όχι μόνο την αδιόρατη πορεία των ψυχών αλλά και τις κινήσεις και
πράξεις των ζωντανών ανθρώπων -τώρα αλλά και στο παρελθόν- αποτελώντας
τη μόνιμη γλυκιά ηχητική υπόκρουση που συνέχει διαχρονικά τον πολυτάραχο
βίο του νησιού.
Η φωνή του αηδονιού υπήρξε παρούσα στις παλαιότερες προσπάθειες των
κατοίκων να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, κι είναι παρούσα και τώρα
που η «ξαγριεμένη σκλάβα», η Κύπρος, είναι έτοιμη να ξεσηκωθεί ξανά. Τα
φιλήματα, όπως και κάθε ερωτική διάθεση, είναι παράταιρα, σ’ αυτό το
τρικύμισμα της κυπριακής ψυχής που έχοντας για χρόνια ανεχτεί την
αγγλική κυριαρχία, βρίσκεται σ’ επαναστατική εγρήγορση.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Με τη δεύτερη επανάληψη του στίχου, περνάμε από την οπτική του ποιητή,
σ’ εκείνη του Τεύκρου, που φτάνει, όπως και ο Σεφέρης, για πρώτη φορά
στην Κύπρο.
Η διαχρονική παρουσία των αηδονιών στο νησί, αποτελούν το ποιητικό
εύρημα που συνδέει τους συλλογισμούς του ποιητή μ’ εκείνους του Τεύκρου.
Όπως στην πρώτη ενότητα τα αηδόνια δεν επιτρέπουν στον ποιητή να
κοιμηθεί, έτσι κι ο Τεύκρος, μη μπορώντας να κοιμηθεί, αφήνεται στις
σκέψεις του.
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
Ο Τεύκρος έχοντας έρθει χωρίς τη δική του θέληση στο νησί, εκφράζει την
ενόχλησή του αναρωτώμενος αν γνωρίζει κανείς τις Πλάτρες ή την Κύπρο.
Μετά από δέκα χρόνια συνεχούς πολέμου στην Τροία κι ενώ ήλπιζε πως θα
μπορέσει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στην πατρίδα του, αναγκάζεται
να έρθει σ’ αυτό το νησί που ούτε το γνωρίζει, και προφανώς ούτε ήθελε
να το γνωρίσει.
Η ζωή του Τεύκρου υπήρξε περιπετειώδης, καθώς τον οδήγησε σ’ ένα μακρινό
τόπο να πολεμά για πολλά χρόνια, και φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τις
τρέλες ανθρώπων και θεών.
Η αρπαγή της Ελένης, ο θυμός του Αχιλλέα, η αυτοκτονία του Αίαντα,
αποτελούν μερικές μόνο από τις τρέλες των ανθρώπων, πίσω από τις οποίες
υπήρχε πάντοτε η ακατάπαυστη εμπλοκή των θεών.
Ενδιαφέρον έχει η συσχέτιση που μπορεί να γίνει ανάμεσα στη ζωή του
Τεύκρου και του Σεφέρη, υπό την έννοια ότι κι ο ποιητής (ως διπλωμάτης)
αναγκάστηκε να ταξιδέψει σε πολλά μέρη και φυσικά να γνωρίσει τις
τραγικές συνέπειες που μπορούν να έχουν οι επικίνδυνες τρέλες των
ανθρώπων (2ος παγκόσμιος, εμφύλιος).
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Μετά το τέλος του τρωικού πολέμου, η μοίρα του Τεύκρου καθορίζεται από
την αυτοκτονία του αδερφού του Αίαντα (το στερνό σπαθί) κι από το χρησμό
του Απόλλωνα που τον φέρνει στην Κύπρο (σ’ αυτό το γυρογιάλι) να
ιδρύσει μια νέα Σαλαμίνα.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Η εμφάνιση του φεγγαριού στο βάθος του ορίζοντα, σαν να βγαίνει μέσα από
τη θάλασσα, φέρνει συνειρμικά στη σκέψη του ποιητή τη γέννηση της
Αφροδίτης, που σύμφωνα με το μύθο γεννήθηκε στον αφρό της θάλασσας,
κοντά στην Κύπρο, όταν ο Κρόνος πέταξε εκεί τα γεννητικά όργανα του
πατέρα του Ουρανού, που του τα έκοψε όταν του πήρε τη βασιλεία.
Το φεγγάρι με την εμφάνισή του καλύπτει τον αστερισμό του Τοξότη και
καθώς κινείται πλησιάζει και προς τον Αντάρη, το αστέρι που αποτελεί την
Καρδιά του Σκορπιού, το φωτεινότερο δηλαδή αστέρι του αστερισμού αυτού.
Με την εμφάνιση, λοιπόν, του φεγγαριού το σκηνικό του ουρανού αλλάζει κι
όλα αποκτούν μια διαφορετική εικόνα, γεγονός που δημιουργεί στον Τεύκρο
τη σκέψη πως καθετί μπορεί εύκολα να αλλάξει μορφή, ακόμη και η ίδια η
πραγματικότητα.
Αναρωτιέται, επομένως, ο ήρωας που είναι η αλήθεια, από τη στιγμή που
τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο και καθετί μπορεί να αποκτήσει
ανά πάσα στιγμή μια διαφορετική εικόνα. Ο ίδιος, για παράδειγμα, υπήρξε
στον πόλεμο τοξότης -και μάλιστα ο καλύτερος που είχε ο ελληνικός
στρατός- κι όμως η μοίρα του μοιάζει με αυτή ενός ανθρώπου που δεν
πέτυχε το στόχο του (ξαστόχησε). Το ειρωνικό λογοπαίγνιο με τον τοξότη
που ξαστοχεί, συνδέεται συνειρμικά με την αναφορά στον αστερισμό του
Τοξότη.
Οι σκέψεις του Τεύκρου, που μοιάζει πλέον να ελέγχει εκ νέου όλη του τη
ζωή, νιώθοντας πως όλες του οι βεβαιότητες έχουν ανατραπεί, δεν είναι το
αποτέλεσμα μόνο της παρατήρησης της επίδρασης που έχει η εμφάνιση του
φεγγαριού στην εικόνα του ουρανού, αλλά κυρίως όσων προηγήθηκαν στην
Αίγυπτο, όπου ο ήρωας πήγε λίγο προτού έρθει στην Κύπρο.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Η αποστροφή στο αηδόνι, σηματοδοτεί το πέρασμα της διήγησης του Τεύκρου
σ’ ένα προγενέστερο χρονικά επίπεδο, μιας και το τραγούδι του αηδονιού
λειτουργεί ως το μέσο που συνδέει τις διαφορετικές χρονικές στιγμές,
εποχές και οπτικές του ποιήματος.
Μια παρόμοια νύχτα, λέει ο Τεύκρος, στην Αίγυπτο (το ακροθαλάσσι του
Πρωτέα) οι Σπαρτιάτισσες σκλάβες (η συνοδεία της Ελένης), ακούγοντας το
τραγούδι του αηδονιού, άρχισαν να θρηνούν, κινούμενες προφανώς από
συναισθήματα νοσταλγίας. Εκείνο, βέβαια, που προκάλεσε τη μεγαλύτερη
έκπληξη για τον ήρωα ήταν η παρουσία της Ελένης ανάμεσά τους. Η γυναίκα
που για χρόνια τη διεκδικούσαν πολεμώντας κοντά στον ποταμό της Τροίας,
τον Σκάμαντρο, ήταν στην άκρη της ερήμου. Ο ήρωας που, εύλογα, θεώρησε
αδιανόητη την εκεί παρουσία της Ελένης φροντίζει να την αγγίξει,
προκειμένου να πειστεί, και συνομιλεί μαζί της, θέλοντας να μάθει την
αλήθεια.
Η Ελένη αρνείται επίμονα πως βρέθηκε στην Τροία, τονίζοντας όχι μόνο την
πλάνη των Ελλήνων, αλλά και τη δική της αθωότητα. Η ίδια ουδέποτε πήγε
στην Τροία, και φυσικά ουδέποτε θέλησε να συμβούν όλα αυτά τα δεινά
στους Έλληνες πολεμιστές.
Τα λόγια της Ελένης είναι παρμένα από το Φαίδρο του Πλάτωνα, όπου ο
φιλόσοφος διασώζει τους στίχους αυτούς από την παλινωδία του Στησίχορου.
Ο λυρικός ποιητής είχε συνθέσει ένα ποίημα στο οποίο κατηγορούσε την
Ελένη, έπειτα όμως άλλαξε γνώμη (παλινωδία) συνθέτοντας ένα καινούριο
στο οποίο αποκαθιστούσε τη φήμη της. Η Ελένη δεν ήταν υπεύθυνη για όσα
είχαν συμβεί, μιας και η ίδια δεν έφτασε ποτέ στην Τροία.
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
Ο Τεύκρος προχωρά σε μια περιγραφή της Ελένης, προκειμένου ο ισχυρισμός
του ότι την είδε να αποκτήσει την αναγκαία αληθοφάνεια. Πλούσιο στήθος
(βαθύ στηθόδεσμο), λαμπερά ξανθά μαλλιά (τον ήλιο στα μαλλιά) κι ωραίο
σώμα, με τις καμπύλες του να δημιουργούν ελκυστικά παιχνίδια
φωτοσκίασης, στους ώμους, στους μηρούς και στα γόνατα. Οι ίσκιοι και τα
χαμόγελα αναφέρονται στα σημεία του σώματος που προβάλλουν κι σ’ εκείνα
που μένουν κρυμμένα, ερεθίζοντας τη φαντασία όποιου αντικρίζει την
εξαίσια αυτή γυναίκα. Υπέροχο νεανικό δέρμα και όμορφα μεγάλα μάτια, που
δικαιολογούν τον ασίγαστο θαυμασμό που προκαλούσε η Ελένη.
Η περιγραφή του Τεύκρου είναι εκτενέστερη από εκείνη του Ομήρου, ο
οποίος προκειμένου να μην υπονομεύσει την ομορφιά της Ελένης με την
περιγραφή του, είχε μιλήσει μόνο για τα ξανθά μαλλιά της και άφηνε τους
ακροατές του να τη φαντάζονται σ’ όλη της τη θελκτικότητα,
παρουσιάζοντας μόνο τις έντονες αντιδράσεις όσων την αντίκριζαν.
Εντούτοις, ακόμη και η αναλυτικότερη περιγραφή που δίνει ο Σεφέρης, μέσω
του Τεύκρου, βασίζεται κυρίως σε υπαινιγμούς για τον ερωτισμό και το
κάλλος της Ελένης, χωρίς επί της ουσίας να περιορίζει τη φαντασία του
αναγνώστη.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Η Ελένη, λοιπόν, ήταν στην Αίγυπτο και στην Τροία δε βρισκόταν τίποτε
περισσότερο από ένα είδωλό της. Ο Πάρης κοιμόταν μ’ έναν ίσκιο, με μια
γυναίκα που δεν ήταν αληθινή, νομίζοντας πως κοιμάται με την πραγματική
Ελένη, κι οι Έλληνες σφάζονταν επί δέκα χρόνια, για το ίδιο ανυπόστατο
είδωλο.
Μια πλάνη που κινούσε τα νήματα της ζωής των Ελλήνων για δέκα ολόκληρα χρόνια, δημιουργημένη από τους ίδιους τους θεούς.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
Η πλάνη αυτή των θεών θα προκαλέσει ανείπωτες συμφορές και πόνους στην
Ελλάδα, οπού για μια δεκαετία θα θυσιάσει χιλιάδες παιδιά της. Νεκρά
σώματα στις θάλασσα, στη γη, χιλιάδες ψυχές που ρίχτηκαν σαν το σιτάρι
στις μυλόπετρες. Η παρομοίωση αυτή τονίζει το μεγάλο βασανισμό που
υπέστησαν οι Έλληνες, που σκοτώθηκαν μακριά απ’ την πατρίδα τους,
έχοντας περάσει πολλαπλές κακουχίες.
Τόσοι ήταν οι νεκροί, ώστε το νερό στις όχθες των ποταμών φούσκωνε το
αίμα που έρρεε στη λάσπη. Μια αποτρόπαιη εικόνα, που υπογραμμίζει με
ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη φρίκη και τη ματαιότητα όλων αυτών
θανάτων.
Κι όλα αυτά για το τίποτα, για τον κυματισμό ενός λινού υφάσματος, για
ένα σύννεφο, για το τίναγμα των φτερών μιας πεταλούδας, για το πούπουλο
ενός κύκνου, για ένα άδειο πουκάμισο, για μιαν Ελένη, που δε βρισκόταν
εκεί.
Οι αναφορές του Τεύκρου για τη ματαιότητα του πολέμου, δίνονται με
ασύνδετο σχήμα, για να τονιστεί η ακατάπαυστη ροή του λόγου και η ένταση
που προκαλείται στον ήρωα όταν συνειδητοποιεί ότι όλες αυτές οι θυσίες
έγιναν χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο. Γιατί πέθαναν τόσοι άνθρωποι;
Γιατί θυσίασαν τη ζωή τους; Για να διεκδικήσουν ένα αδειανό πουκάμισο;
Κι ο αδερφός μου, αναρωτιέται ο Τεύκρος, κι αυτός ακόμη πέθανε χωρίς
λόγο; Η αναφορά στον Αίαντα έρχεται για να υπενθυμίσει το κόστος του
πολέμου για τον ήρωα, γιατί παρ’ όλο που ο ίδιος ο Τεύκρος επέζησε,
έχασε ωστόσο τον αδερφό του και μαζί το δικαίωμα να δει ξανά την πατρίδα
του.
Ο ήρωας στρέφεται εκ νέου στο αηδόνι και με μια τριπλή προσφώνηση, του
θέτει το καίριο, μα ρητορικό ερώτημα, που βασανίζει πια την ψυχή του. Τι
είναι θεός, τι δεν είναι και τι βρίσκεται ανάμεσα στα δύο. Με την
έννοια: υπάρχει θεός ή μήπως δεν υπάρχει, κι αν όχι τότε τι μπορεί να
τεθεί στη θέση του.
Η απορία αυτή του Τεύκρου αναδεικνύει τον κλονισμό που έχει συμβεί στην
ψυχή του ήρωα σχετικά με την ύπαρξη των θεών και την πραγματική τους
φύση. Αν οι θεοί προκάλεσαν τόσες συμφορές στους Έλληνες, για ποιο λόγο
να συνεχίσει κανείς να τους εμπιστεύεται ή και να τους πιστεύει.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Με την επανάληψη αυτή του στίχου επιστρέφουμε στο παρόν του Τεύκρου,
στην Κύπρο και συνάμα στο παρόν του ποιητή. Το τελευταίο μέρος του
ποιήματος που περιέχει το επιμύθιο του ποιήματος μας φέρνει στην ταύτιση
των σκέψεων του Τεύκρου και του ποιητή, όπου με βάση την ίδια απάτη των
θεών, προβληματίζονται για τις αλήθειες της ζωής.
Ο Τεύκρος έζησε τον δεκαετή Τρωικό Πόλεμο, για χάρη μιας γυναίκας που
δεν ήταν πραγματική, για ένα είδωλο. Ενώ, ο Σεφέρης γνώρισε τις
πολλαπλές συμφορές των Ελλήνων κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Η σύγχρονη περιπέτεια τον Ελλήνων ξεκίνησε την 28η
Οκτωβρίου του 1940 με την έναρξη του πολέμου με την Ιταλία και
ολοκληρώθηκε ως ένα βαθμό τον Αύγουστο του 1949 με τη λήξη των
εχθροπραξιών του εμφυλίου. Αν και θα πρέπει να τονιστεί πως τα μίση που
προκάλεσε ο εμφύλιος συνέχισαν να επηρεάζουν τις ζωές των Ελλήνων για
πολλά χρόνια ακόμα.
Κι όπως ο Τεύκρος αναρωτιέται για ποιο λόγο τελικά πολέμησε στην Τροία,
έτσι κι ο Σεφέρης αναρωτιέται ποιος ήταν τελικά ο λόγος που οι Έλληνες
σκοτώθηκαν κατά χιλιάδες στα πεδία της μάχης, ή έπεσαν νεκροί από την
πείνα στα χρόνια της Κατοχής ή ακόμη χειρότερα σφαγιάστηκαν από αδελφικά
χέρια στον εμφύλιο. Ποιος ο λόγος που σφράγισε τις ζωές των Ελλήνων; Η
εξυπηρέτηση φυσικά των συμφερόντων άλλων χωρών, οι οποίες μπορεί τελικά
να πήραν από τους Έλληνες ό,τι ήθελαν αλλά ουδέποτε τους απόδωσαν αυτό
που τους ανήκει.
Παρ’ όλο που η Ελλάδα δέχτηκε την παρέμβαση της Αγγλίας και των Η.Π.Α.
για την αναχαίτιση του κομμουνιστικού «κινδύνου», εντούτοις οι χώρες
αυτές κώφευσαν στο δίκαιο αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Οι Έλληνες έγιναν τα μακάβρια πιόνια της κοντόφθαλμης παγκόσμιας
πολιτικής, αλλά δεν έλαβαν την υποστήριξη των μεγάλων χωρών, όταν τη
χρειάστηκαν περισσότερο.
Είναι σαφής άλλωστε η αίσθηση του ποιητή, όταν έγραφε αυτό το ποίημα το
1953, -τότε δηλαδή που ξεκινούσε ο αγώνας του κυπριακού λαού για την
απελευθέρωσή τους από την αγγλική κυριαρχία- ότι η Αγγλία δεν επρόκειτο
να συναινέσει και δεν επρόκειτο να δικαιώσει τις επιθυμίες και
προσδοκίες των Ελλήνων.
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
Στην τελευταία αναφορά που γίνεται στο αηδόνι, αυτό παρουσιάζεται
δακρυσμένο, συμμεριζόμενο τα συναισθήματα του Τεύκρου, που με πόνο
αντιλήφθηκε το μάταιο της ελληνικής θυσίας.
Η όμορφη Κύπρος, που δέχεται τα φιλήματα της θάλασσας, ορίστηκε από τον
Απόλλωνα να θυμίζει στον Τεύκρο την πατρίδα του τη Σαλαμίνα μέσα από την
ομωνυμία της με τη νέα πόλη που θα ιδρύσει εκεί ο ήρωας.
Στην Κύπρο, λοιπόν, αράζει ο ήρωας μαζί με το παραμύθι της ωραίας
Ελένης, με τη γνώση πλέον της αλήθειας για την εξαπάτηση που υπέστησαν
οι Έλληνες, αν είναι βέβαια κι αυτό αλήθεια, μιας και ο ήρωας έχει πλέον
αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα. Κι αν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι δε
θα εξαπατηθούν εκ νέου με το δόλο των θεών, μπαίνοντας ξανά σε κάποιο
μάταιο αγώνα.
Η συνεχής επανάληψη της διερώτησης «αν είναι αλήθεια», που διατυπώνεται
εξίσου από τον Τεύκρο και τον Σεφέρη, έρχεται να τονίσει την τρομερή
αίσθηση αμφισβήτησης και το ξερίζωμα κάθε πίστης κι εμπιστοσύνης που
άφησε πίσω του ο ολέθριος πόλεμος.
Η εξαθλίωση, οι θάνατοι και οι καταστροφές που έφερε μαζί του ο πόλεμος,
κλόνισε και την παραμικρή σκέψη των ανθρώπων πως έχουν να κερδίσουν
κάτι από αυτόν. Με το σαρωτικό του πέρασμα διέλυσε τα πάντα, και το
κυριότερο την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους «θεούς», σ’ εκείνους τους
ισχυρούς ανθρώπους που έλαβαν για λογαριασμό τους την απόφαση να τους
σύρουν σ’ αυτόν τον φρικτό παραλογισμό.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Το επιμύθιο του ποιήματος ανήκει στον Σεφέρη, ο οποίος παρατηρώντας την
πορεία του λαού του, όπως και την πορεία των προγόνων του, αμφιβάλλει
για το αν οι άνθρωποι μαθαίνουν ποτέ από τα λάθη τους. Όπως εξαπατήθηκαν
οι Έλληνες στα χρόνια του Τεύκρου, κι όπως εξαπατήθηκαν οι Έλληνες στα
χρόνια του ποιητή, είναι δυστυχώς πολύ πιθανό να εξαπατηθούν εκ νέου οι
άνθρωποι του μέλλοντος και να βιώσουν, χωρίς πραγματικό λόγο, τη λαίλαπα
του πολέμου.
Αν είναι αλήθεια, αναρωτιέται ο ποιητής, ότι δε θα βρεθεί κάποιος άλλος
Τεύκρος στο μέλλον ή κάποιος άλλος άνθρωπος, οποιοσδήποτε απλός
άνθρωπος, που έχοντας δει ένα ποτάμι να γεμίζει με νεκρούς κι έχοντας
βιώσει τον πόνο ενός πολύχρονου πολέμου, δε μάθει τελικά πως όλα όσα
έζησε, όλα τα χρόνια που θυσίασε, όλοι οι νεκροί που θρήνησε, όλα έπεσαν
στο κενό, όλα έγιναν χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.
Αν είναι αλήθεια πως δε θα βρεθεί κάποιος άλλος άνθρωπος να πολεμήσει για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Read more: http://latistor.blogspot.com/2011/12/blog-post_04.html#ixzz2KirWXZQI
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου